πρωτότοιχος

πρωτότοιχος
ο, Ν
καθένας από τους κύριους τοίχους οικοδομής στους οποίους στηρίζεται αυτή, σε αντιδιαστολή προς τους πλάγιους και τους μεσότοιχους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”